νοστιμούμαι

νοστιμούμαι
νοστιμοῡμαι (Μ) [νόστιμος]
1. έχω ευχάριστη γεύση
2. (για λόγια) φαίνομαι σωστός
3. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”